Σε περίοδο μεγάλης αστάθειας, έντονων πτώσεων αλλά και ανοδικών ξεπεταγμάτων έχουν μπει για τα καλά τα διεθνή χρηματιστήρια, κάτι σύνηθες σε περιόδους μεγάλης αβεβαιότητας όπως η τρέχουσα.
Προχθές η Wall Street είδε τον ευρύτερο δείκτη της S&P 500 να βουτά 4% σημειώνοντας τη μεγαλύτερη πτώση των τελευταίων περίπου δύο ετών και να φτάνει σε απόσταση αναπνοής από τις… αρκούδες. Να ανεβάζει δηλαδή τις φετινές απώλειες στο 18,6%, λίγο πριν από το όριο του 20% που καθορίζει μια αγορά ως bear market, δηλαδή της πτώσης και του πεσιμισμού στις τάξεις των επενδυτών.
Mε τις αρκούδες αγκαλιά κοιμάται ήδη ο δείκτης μετοχών υψηλής τεχνολογίας Nasdaq ο οποίος υποχωρεί σχεδόν 4.500 μονάδες από τις αρχές του έτους, από τις 15.832 μονάδες στις 11.386 χθες το απόγευμα. Παρά την προσπάθεια ανάκαμψης ο S&P 500 χθες, μία ώρα πριν από το κλείσιμο της συνεδρίασης, πάλευε να κρατηθεί σε θετικό έδαφος, ενώ ο Nasdaq κέρδιζε 0,5%. Νωρίτερα στην Ευρώπη ο FTSE 100 στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου έκλεισε στο -1,82%, ο Dax στη Φρανκφούρτη στο -0,90%, ο Cac 40 στο Παρίσι στο -1,26% και ο ευρύτερος Stoxx 600 στο -1,37%. Στην Ασία η πτώση ήταν μεγαλύτερη.
Η καθίζηση αποδόθηκε από τους ανθρώπους της αγοράς στον φόβο του στασιμοπληθωρισμού, δηλαδή στο ενδεχόμενο αμερικανική και παγκόσμια οικονομία να βαδίζουν ολοταχώς προς μια παρατεταμένη χρονική περίοδο στασιμότητας ή και ύφεσης με υψηλό πληθωρισμό. «Η κεντρική ανησυχία που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές αυτή τη στιγμή είναι πώς η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) θα καταφέρει ή δεν θα καταφέρει να τιθασεύσει τον πληθωρισμό χωρίς να προκαλέσει ύφεση», τόνιζε χαρακτηριστικά ένας οικονομικός αναλυτής.
Αρκετοί πιστεύουν ότι η «ομαλή προσγείωση» είναι αδύνατη καθώς η Fed αυξάνει τα επιτόκιά της και σφίγγει τη νομισματική της πολιτική. Τα πρώτα σημάδια έχουν ήδη εμφανιστεί δειλά δειλά στην κατανάλωση η οποία είναι υπεύθυνη για πάνω από τα 2/3 της οικονομικής δραστηριότητας στις ΗΠΑ. Η Goldman Sachs εκτιμά έτσι ότι πλέον υπάρχει πιθανότητα 35% η αμερικανική οικονομία να εισέλθει σε ύφεση στα επόμενα δύο χρόνια, ενώ η Wells Fargo αναμένει ήπια ύφεση στα τέλη του 2022 και τις αρχές του 2023.
Περίπου στο ίδιο μήκος κύματος η επικεφαλής του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα διεμήνυσε χθες ότι η μείωση του πληθωρισμού χωρίς να προκαλέσει ύφεση γίνεται όλο και πιο δύσκολη υπόθεση για τις νομισματικές αρχές και προειδοποίησε τις κυβερνήσεις να ετοιμάζονται για πολλαπλά πληθωριστικά σοκ. «Νομίζω», είπε στο περιθώριο της συνάντησης των υπουργών Οικονομικών και των κεντρικών τραπεζιτών των εφτά πιο αναπτυγμένων οικονομιών του κόσμου (G7) που πραγματοποιείται στη Γερμανία, «ότι θα πρέπει να νιώθουμε πιο οικεία με το ενδεχόμενο το τρέχον να μην είναι το τελευταίο πληθωριστικό σοκ».
Ωστόσο το πρόβλημα δεν είναι καθαρά οικονομικό. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η κλιμακούμενη ένταση μεταξύ των ισχυρών κυβερνήσεων του πλανήτη, η υγειονομική κρίση που επιμένει, η εκτόξευση των τιμών ενέργειας και συνολικά του πληθωρισμού σε υψηλά δεκαετιών, η επισιτιστική κρίση που διογκώνεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ, η εκτόξευση του παγκόσμιου χρέους (στα 305 τρισ. δολάρια) και του κόστους του χρήματος -που οδηγούν ήδη στις πρώτες χρεοκοπίες χωρών όπως η Σρι Λάνκα-, η συρρίκνωση του διεθνούς εμπορίου και της συνεργασίας μεταξύ των λαών της υφηλίου δημιουργούν ένα πολύ πιο εκρηκτικό περιβάλλον από αυτό που περιγράφεται και εντείνουν την αβεβαιότητα όχι μόνο για την πορεία των αγορών και την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και την ακεραιότητα ολόκληρου του πλανήτη.
Η αβεβαιότητα αυτή μοιάζει με κινούμενη άμμο που ρουφά αργά αργά όσους βρίσκονται γύρω της, ακόμη και τα οικονομικά συμφέροντα που κερδίζουν σήμερα, όπως το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ και ο πετρελαϊκός τομέας. Τα κέντρα που παίρνουν τις αποφάσεις δεν αντιδρούν. Και το μεγάλο πρόβλημα δείχνει ότι δεν είναι μόνο η οικονομία, αλλά η διακυβέρνηση και η πολιτική βούληση.